σπειραχθής

σπειραχθής
-ές, Α
αυτός που κινείται σπειροειδώς, που κατά την κίνησή του σχηματίζει έλικες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ανδρ-αχθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπειραχθέα — σπειραχθής with heavy coils neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σπειραχθής with heavy coils masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”